Friday, February 1, 2019

Χαροκοπικόν

Στα πάρα πολύ παλιά, μα πάρα πολύ παλιά όμως, χρόνια - δηλαδή τότε που τα παλιά χρόνια ήταν ακόμα μέλλοντας αδιανοητικός - όταν ακόμη ο Άδης είχε κάποιο σχετικό κύρος και δεν κατέφτανε στις πύλες του ο πάσα ένας, ο Χάροντας μαθήτευε τότε ακόμη την τέχνη του περαματάρη, αμούστακο παληκαράκι, γεμάτο ζήλο και ιδανικά.

Στην αρχή, σα παραλάμβανε τα μπουλούκια που ξεφόρτωνε ο Ερμής, δεχόταν τις ψυχές με την αμηχανία 'κείνου που δε νογά καλά-καλά το τι συμβαίνει. Αφουγκραζόταν τους ψιθύρους των σκιών που κατέφταναν μία μετά την άλλη και, μέσα στις ασάλευτες αβύσσους των ματιών του, το σκοτάδι έμοιαζε για μια στιγμή να παίρνει σχήμα. Δεν έλεγε να δεχτεί το παραμικρό αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες του. Ο σεβασμός του για τούτα τα αμενηνά σαρκία, που σέρνονταν αλυσοδεμένα σε μια μοίρα από τον ίδιο ακατανόητη, αναδυόταν πηγαίος κι απροσμέτρητος. Σα τακτοποιούσε τους ξεθωριασμένους επιβάτες στις υπολογισμένες θέσεις, ζύγιζε με το μάτι απ' άκρη σ' άκρη το στενό σκαρί - να 'ναι στα πάντα του καταπώς πρέπει - κι έπιανε να κωπηλατεί, σκεφτικός, πάνω στην άχρονη πηχτή επιφάνεια, που δεν είχε γνωρίσει ποτέ την κύηση ενός κύματος ή τη μαρμαρυγή.

Με τον καιρό, ωστόσο, το δέος του πρωτάρη καταλάγιασε. Η αντάρα έδωσε τη θέση της στην διαυγέστερη ματιά κι η αφέλεια ωρίμασε σε δικαιοσύνη. Ο Χάροντας έβλεπε τώρα, καθαρότερα, πως τούτες τις ψυχές τις μάστιζε κάτι σκοτεινότερο κι από τη φοβερή τους μοίρα : η αχαριστία. Χτυπιόντουσαν στις κουπαστές, οδύρονταν και ξέσκιζαν τις λιγοστές τους σάρκες - 'κείνες, που μόλις κρέμονταν απ' το παλιό τους σχήμα - μα δίχως να δίνουν την παραμικρή σημασία η μια στην άλλη ή τι γινόταν γύρω τους. Έχωναν τα κοκκάλινα χέρια τους βαθιά στις άδειες κόγχες των κρανίων, ψαχουλεύοντας ν' αντλήσουν κι άλλην απελπισία ή μυξόκλαιγαν τα σωθικά τους που ξερνώνταν απ' τις παρειές, τις γνάθους, σα μακρουλοί γλοιώδεις σάλιαγκες, πίσω στον εαυτό τους. Χτυπιόντουσαν όχι σαν πλάσματα που 'χασαν κάτι πολύτιμο, μα σαν πλάσματα που δεν είχανε ποτέ κάτι πολύτιμο ∙ σα να μην είχανε ποτέ τους ζήσει, σα να μην είχανε ποτέ σηκώσει το βλέμμα τους στον ήλιο. Οδύρονταν σα να μην είχαν λαχανιάσει τα πνευμόνια τους ανάσες, σα να μην είχαν λουλουδιάσει τα χείλη τους κουβέντες, σαν να μην είχανε κρατήσει στα χέρια τους τη σάρκα ζεστή, το σίδερο και τον πηλό. Μα 'κείνο που περισσότερο εκνεύριζε το Χάροντα, περισσότερο κι απ' την τυφλότητα μπροστά στη χάρη που δωρίστηκε κάποτε, έστω και άπαξ, ήταν εκείνη η αηδιαστική εμμονή του καθενός στο δράμα του σα να μην ήταν άλλος. Σα να μην είχανε πεθάνει άλλοι τόσοι πριν απ' αυτόν, μαζί μ' αυτόν. Σα να μην επρόκειτο να ψοφήσουν άλλοι τόσοι, πεπερασμένοι μ' αναρίθμητοι, όπως σαρώνεται η θνητότητα απ' το χρόνο.

Κάποτε, σκυθρωπός, αποφάσισε πως τούτη η φάρα των ανθρώπων ήτανε φάρα μικρόψυχη και αλαζονική. Δεν εκτιμούσαν ποτέ και τίποτα, τουλάχιστον τίποτα που τους χαρίστηκε ανώφελα. Από δαύτους, μόνο μια χούφτα στάθηκαν, όχι απλά απέναντι στη ζωή, μα βούτηξαν μέσα της ολάκεροι. Έγιναν ζωή οι ίδιοι, αντί απλά να ζουν. Οι περισσότεροι την τσέπωσαν στα μουλωχτά. Την άρπαξαν, από το πουθενά ως δεδομένη. Κι άλλος κρύφτηκε πίσω της φοβισμένος και μικρός, κι άλλος χλαπάκιασε καρπούς με δυο μασέλες, δίχως να σπύρει ένα σπόρο, κι άλλος την κλώτσησε στην άκρη σα σκυλί. Μα τώρα, τώρα που χάσανε τα πάντα ανεπίστρεπτα, στηθοκοπιούνται και θρηνούν σα να μην ήτανε ποτέ ζωή γι' αυτούς. Παράδοξο, σκέφτηκε ο Χάροντας. Οι περισσσότεροι ζήσανε σα μπακάληδες, παρά σαν άνθρωποι αληθινοί. Μια ζωή ζύγιζαν κι υπολόγιζαν τα πάντα, το κόστος και το κέρδος, κι όποτε βρίσκανε κάτι ακριβό το φύλαγαν σα κόρη οφθαλμού, κι άμα τους έπεφτε λειψοβαρές το πέταγαν στη μούχλα σα σκουπίδι. Μα τούτο τ' ακριβότερο χάρισμα - η ζωή - γλίστρησε απ' την ψυχή τους, ίδια γλίτσα, και ξεπουλήθηκε ρετάλι στα παζάρια. Τι αν σήμαινε στ' αλήθεια κάτι - το γύριζε στο νου του ο σκοτεινός πορθμέας, παλεύοντας να καταλάβει το ξένο προς τη φύση του - σήμερα δε θα παράδερναν στην απελπισία, θα χαμογελούσαν χορτάτοι και μακάριοι που φτάσανε κάποτε να κερδίσουν τέτοιο κέρδος.

Έτσι σκεφτόταν συνοφρυωμένος ο Χάροντας κι έτσι, ως μετρούσε τις φθίνουσες μάζες των ανθρώπων, κατέληξε πως σε τέτοια πλάσματα δεν άξιζε να τους χαρίζεσαι. Μόνο αν αναγκάζονταν σε κάποιο αντάλλαγμα, μόνο μεσ' απ' το ζύγι, θα κατάφερνε τούτο το σκουληκοφαγωμένο γένος να εκτιμήσει οτιδήποτε. Έλαβε την απόφαση να πάψει πια τα ελευθέρας κι έπιασε να τους γυρεύει ναύλα. Άμα δεν ήταν άξιοι της ζωής, γιατί θα 'πρεπε του θανάτου να 'ναι άξιοι; Πώς αλλιώς; Θα 'πρεπε, τουλάχιστον, τούτο : να κερδίσουνε το θάνατό τους. Στάθηκε, τώρα, μπροστά σ' αυτό το νέο πρόβλημα : τ' ήτανε πρέπον να ζητήσει ως αντίτιμο, τέτοιο που να μην ήταν ούτε αδιάφορο, ούτε απ' την άλλη κι εξωφρενικό; Δίχως ιδέα από ζωή και γι' άλλη μια φορά, ο Χάροντας έπεσε στην παγίδα να δικαιώσει ασύμμετρα, τούτες τις άχρηστες ψυχές, αποδίδοντας τους ευγένεια πιότερη απ' όση χωρούσαν. Σα συνωστίζονταν μπροστά του, τα ρικνά ετούτα στίφη με τ' αδειανά τους μάτια, έπιανε να τους ρωτάει έναν-έναν, ποια 'ταν η ομορφότερη στιγμή του βίου τους. Κι εκείνοι κοντοστέκονταν για μια στιγμή, γυρεύοντας μες στα κρανία τους και στους απόηχους των τετελεσμένων μιαν επαρκή δικιολογία, ένα άλλοθι να στέκει για την κατασπατάληση του εφήμερου.

Στην αρχή, τα πρώτα χρόνια ή τους αιώνες, κάτι γινόταν. Κι ο Χάροντας δε γύρευε πολλά. Η θυσία στο πεδίο μιας μάχης δίκαιης, τα τρανά επιτεύγμα του νου και του χεριού, η μετοχή στο αγαθό και η σπορά του, όλα ετούτα ήταν καλά και ευγενή. Μα του αρκούσε η μαρτυρία ενός καθαρού βλέμματος, η νοστιμάδα μιας αγκάλης, η μυρωδιά ενός μωρού, η λιακάδα μιας παρέας, ο λόγος ενός φίλου. Δε ζητούσε τίποτε περισσότερο απ' την ευωδιά ενός μαγιάτικου περίπατου, το ζεστό χνώτο μιας παγερής ημεράς, το αίσθημα της περπατησιάς πάνω στην υγρή άμμο. Ένας φιλόξενος καφενές μέσα στη μπόρα, ένα μοιρασμένο χειμωνιάτικο κρεβάτι, δυο παλάμες ξεχειλισμένες κρήνη και πλάτανο, ένα αρμυρίκι και μια μεστωμένη ντομάτα πολιορκημένα απ' το καταμεσήμερο. Τέτοιες μικρές καταθέσεις αρκούσαν να μαλακώσουν την καρδιά του Χάροντα. Κι αν του φαίνονταν ετούτα θαυμαστά και τίμια κι ενέκρινε το βίο ως επαρκή ανταμοιβή του, άπλωνε τότε το μελανό του χέρι, σχεδόν με νεύμα τρυφερό, κι επέτρεπε σ' όσες ψυχές να προχωρήσουν στ' απολιθωμένο του σκαρί.

Μα με το πέρασμα του χρόνου, λιγόστευαν ολοένα οι ψυχές που 'χανε κάτι σημαντικό να πουν. Ας ήταν κι ελάχιστο, όμως σημαντικό. Κι άλλος μιλούσε για τα σπίτια που 'χτισε, για τα προικιά που πήρε, τα βαρύτιμα ενδύματα που κρύψανε τη γύμνια του, άλλος για τις χώρες που κατάκτησε, τα πλούτη που λεηλάτησε, τα σώματα που βίασε. Άλλος, πάλι, για τους ογκώδεις τόμους που συγκέντρωσε, τις εμβριθείς σπουδές του σε βλοσυρές ακαδημίες, κι άλλος για τίτλους πολυσέβαστους, τρανές επιχειρήσεις, τ' αμέτρητα κορμιά που 'χε στη δούλεψή του, τις χορηγίες ή το φιλανθρωπικό του έργο. Άλλοι τώρα πιο ταπεινοί, καμώνονταν πως έκαναν τις τρεις δεκάρες πέντε, σοδόμησαν και μια γυναίκα παραπάνω, γίνανε ζηλευτοί στο γείτονα και φέρανε στον κόσμο ένδοξα τέκνα, συνεχιστές του ονόματος, του αίματος και της ασημαντότητάς τους. Κι έβλεπε ο Χάροντας πως τούτες οι σκιές που φτάνανε, ολοένα και περισσότερες μαζί με τους αιώνες, ήταν ήδη σκιές από τα πριν. Έβλεπε τους ανθρώπους ν' απονεκρώνονται πολύ νωρίτερα, από την ορισμένη μέρα τους. Παρατηρούσε το βασίλειο της ζωής να φθίνει και την επικράτεια του Άδη να εξαπλώνεται. Φούσκωνε ο Αχέροντας κι έπνιγε τις παρυφές του πάνω κόσμου. Κι ήταν στιγμές, που δεν ξεχώριζ' εύκολα κανείς, πού σταματούν οι ζωντανοί, πού ξεκινούν οι αποθαμένοι.

Για τούτο, βέβαια, έφερε ένα μερίδιο ευθύνης και ο ίδιος. Μ' αυτά τα νέα του κριτήρια και συν τω χρόνω, όλο και λιγότερες ψυχές τελικά διαπορθμεύονταν, εκείνες δηλαδή που ο Χάροντας έκρινε άξιες. Οι άγονες ερημιές, που απλώνονταν από τις εμπασιές του Άδη ίσαμε πέρα τις όχθες του Αχέροντα, έπιασαν να γεμίζουν από πλάνητες νεκρούς, σάπια κορμιά κι οιμώζουσες ψυχές. Άκουσε ο Άδης τόσον αχό κι αντάρα, είδε και το βασίλειό του να ερημώνει από κόσμο, κίνησε να δει τι γίνεται. Σαν έφτασε στο Χάροντα, οι ψυχές κόντευαν να ξεχειλίσουν έξω, στον πάνω κόσμο. Τέτοιο κακό είχε να συμβεί, από τότε που 'κείνος ο διάολος ο Σίσυφος αλυσόδεσε το Θάνατο και πλάνταξε η γης από το βάρος των νεκρών. Έπιασε το Χάροντα ο Άδης και του το ξεκαθάρισε, πως τέτοιοι πειραματισμοί θα 'πρεπε, μια κι έξω, να τελειώνουν. Κι ακόμη-ακόμη ότι ο κάτω κόσμος είναι δικαιοσύνη από μόνος του, για τούτο δε χρειάζεται πιότερη δικαιοσύνη πάνω στην προηγούμενη. Κι ούτε το ένα βασίλειο -της ζωής- ούτε το άλλο -του θανάτου- είναι απεριόριστα κι ούτε έχει κανένα τη δική του ξέχωρη νομοτέλεια, μα και τα δυο τους υποτάσσονται σε μίαν άλλη. Έτσι δεν είναι του καθενός να βουτά το ζύγι και να παίζει, άμα δεν έχει γνώση κι άλλα τέτοια. Φύσαγε και ξεφύσαγε ο Άδης, μέχρι που κάποτε ηρέμησαν τα μελίγγια του, έβαλε την περικεφαλαία του κι εξαφανίστηκε, διευκρινίζοντας πρώτα μ' αδήριτη σαφήνεια τη βούλησή του. Όλη την ώρα αυτή, τον άκουγε ο Χάροντας καλά καλά και πάλευε να καταλάβει πού είχε σφάλλει. Μα ήταν πέρα απ' τις δυνάμεις του.

Είδε κι απόειδε ο έρμος, πως δεν υπήρχε σωτηρία για δαύτους τους ανόητους θνητούς, που άλλο δεν καταλάβαιναν από συμφέρο και στρογγυλά νομίσματα, μα είδε και τα προβλήματα του εφήμερου και του πεπερασμένου που 'τανε άλυτα κι απροσπέλαστα απ' την αιώνια φύση του. Άφησε στην άκρη κάθε ελπίδα κι έπιασε, πλέον, να μιλά στις ψυχές τη μόνη γλώσσα που κατανοούσανε : το χρήμα. Κάθισε κι έκαμε τους λογαριασμούς του, πόσο του κοστίζει το πορθμείο κάθε χρόνο και κάτι μικροέξοδα διαδικαστικά, έκαμε λίγες πρόχειρες διαιρέσεις με το νου και χάραξε στην άμμο ένα ποσό. Φώναξε τον Ερμή, τον ενημέρωσε, τον όρισε υπεύθυνο να διαδώσει ανάμεσα στους θνητούς τη νέα του πολιτική και γύρισε στις ευθύνες του, αμίλητος και σκεπτικός. Από τότε δεν έχουν αλλάξει και πολλά στο σκοτεινό βασίλειο - φταίει που κι ο χρόνος δεν έχει τη δύναμη, να φτάνει τόσο βαθιά στη γης. Ο Χάροντας συνεχίζει με τον ίδιο ρυθμό να οργώνει την πηχτή επιφάνεια του Αχέροντα ή της Αχερουσίας, που δεν έχει γνωρίσει ποτέ την κύηση ενός κύματος ή τη μαρμαρυγή. Κατά καιρούς, κάποια ψυχή ξεχωρίζει, γίνεται λίγος ντόρος, θυμάται ο Χάροντας το νεότερο εαυτό του και κοντοστέκεται για λίγο. Έτσι γίνηκε κάποτε με το Μένιππο, κακό σκυλί τούτος εδώ, χόρευε, τραγουδούσε και δεν είχε ησυχία. Μα σαν τον αποβίβασε στην αντιπέρα όχθη και περίμενε τον ίσκιο του να χαθεί στο βάθος, έτσι αναπόδραστα όπως φθίνει κάθε ίσκιος, είτε μεγάλου ανδρός, είτε ασήμαντου, γύρισε ο πορθμέας απ' την άλλη - να μην βλέπουν - χαλάρωσε το βλοσυρό του μέτωπο κι ήταν η πρώτη φορά που χαμογέλασε.