Wednesday, April 11, 2018

Κενή Διαθήκη

Λέγεται ότι κατά τη διάρκεια του Μυστικού Δείπνου, χτύπησε την πόρτα ένα μικρό, πεινασμένο ζητιανόπουλο, παρακαλώντας για ένα ξεροκόμματο. Ο Χριστός λυπήθηκε το μικρό παιδί, αλλά το πηρε στην άκρη και του εξήγησε όσο πιο απολογητικά μπορούσε ότι το λιγοστό ψωμί και το κρασί τους ήταν μετρημένα γι' ακριβώς δώδεκα άτομα και δεν ήταν δυνατόν, τελευταία στιγμή, να κάμει διαφορετικά. Οδήγησε το παιδί πίσω στην έξοδο, χαϊδεύοντας τρυφερά τα βρώμικα, ανακατεμένα του μαλλιά και το αποχαιρέτησε μ' ένα πονεμένο - όλο κατανόηση - χαμόγελο. Στη συνέχεια, επέστρεψε στα - από αιώνες - προφητεμένα Του καθήκοντα, τα οποία είχαν μείνει εντωμεταξύ σε εκκρεμότητα, λησμονώντας εντελώς το ταπεινό περιστατικό, για το υπόλοιπο του (σύντομου) επίγειου βίου Του. Λέγεται τώρα ότι εκείνο το παιδί, που ξεψύχησε λίγες ώρες αργότερα σε κάποιο μισογκρεμισμένο ρημάδι, ήταν ο ίδιος ο Χριστός σε μικρότερη ηλικία, καθώς αποφάσισε να επισκεφτεί τον ωριμότερο Εαυτό Του. Όταν κατόπιν, ανηλειμμένοι κι οι δυο στους ουρανούς, κουβέντιαζαν μεταξύ Τους πάνω στις αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης, κατέληξαν από κοινού στο πόσο μαλάκας μπορεί να γίνει ο Άνθρωπος, όταν μετά τα τριάντα του έχει να φάει και να πιει. Συμφώνησαν, επίσης, ότι ακόμη και στα πιο αγαθά Του Σχέδια, η πονηρή ουρά του Όφεως, μη δυνάμενη να παρεισφρήσει στα Σχέδια καθαυτά, θα βρίσκει ωστόσο πάντα μια σκοτεινή γωνίτσα να φωλιάσει, σ' εκείνο το παραγνωρισμένο κτητικό "Του".

[2015]

Η ιστορία ενός ανθρώπου ...

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας άνθρωπος, του οποίου η μοναδική επιθυμία ήταν να μάθει την αγάπη. Μια και δυο, πήρε τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του, ταξίδεψε στο πιο φημισμένο μοναστήρι και μαθήτευσε στο πλευρό του αγιότερου ανθρώπου,εκείνης της εποχής. Πέρασαν χρόνοι και χρόνοι διαρκούς μελέτης, διαλογισμού, στερήσεων και ασκητικής, ώσπου έφτασε κάποτε μια μέρα, που ξάφνου - δίχως εκείνος να αντιλαμβάνεται το παραμικρό, μέσα στην ταπεινότητά του - άρχισε να ακτινοβολεί γύρω του μια αιθέρια αύρα κι όσοι τον κοίταζαν θαύμαζαν κι αντιθαύμαζαν. Κι ο ίδιος, όμως, ένιωσε πια πως ήταν έτοιμος να επιστρέψει στους ανθρώπους, να τους μιλήσει για όλη ετούτη την ομορφιά της αγάπης που 'χε πλέον ανοιχτεί απέραντη, μπροστά στα μάτια του. Πήρε, λοιπόν, ξανά τους δρόμους, μετά από τόσα χρόνια απομόνωσης και, προτού περάσουν πολλές μέρες, έφτασε σε μια μεγάλη πόλη της αυτοκρατορίας. Το πρώτο βράδυ, μη γνωρίζοντας καλά τα κατατόπια, έπεσε στα χέρια μιας άγουρης συμμορίας. Αφού τον ξυλοκόπησαν μέχρι θανάτου και βούτηξαν τα λίγα κέρματα και τα σανδάλια του, άφησαν τ' άψυχο σώμα να σαπίζει, παραχωμένο σε κάποιον υπόνομο, όπου τον ανακάλυψαν απ' την αποφορά της αποσύνθεσης, μερικές μέρες αργότερα. Κάπως έτσι, τελειώνει αυτή η ιστορία.

[2016]