Thursday, January 31, 2019

Του μικρού Θαλή

[ Μια μισοφαγωμένη ιστορία ... ]

Θα 'τανε δε θα 'τανε χαράματα, πάνω στο μικρό λοφάκι στη δυτική όχθη του λιμανιού και πίσω από τις φυλλωσιές και τις χαραματιές ενός χαριτωμένου ιωνικού σπιτιού, αναστατωμένες λάμψεις κεριών πηγαινο-έρχονταν, σα μικρές πυγολαμπίδες. Στο σπίτι του Εξαμύου και της Κλεοβουλίνης, θύρες και θυρόφυλλα, άμα πήραν σιγοτρίζοντας την πρώτη βαθιά ανάσα, ξεσηκώθηκαν για τα καλά. Αν πλησίαζε κανείς στο πρόθυρο, ν' αφουγκραστεί τα τεκταινόμενα, δε θ' άντεχε να μη γυρίσει το κεφάλι του μια στάλα πίσω. Στ' ανατολικά, ένας βαθύς ουρανός περνούσε με το πρωινό του αστάρι μια χούφτα μπαμπακένια σύννεφα κι ακριβώς απέναντι το λιμάνι. Οι καλλίγραμμες πεντηκόντοροι κρύβονταν ακόμα ληθαργικά μέσα στις σκιές και στις υποψίες, ωστόσο, οι φιγούρες των καταρτιών ξεπρόβαλαν αλώβητες απ' τα σκοτάδια και λικνίζονταν παιχνιδιάρικα, στο μενεξεδί φόντο. Δε θα 'ταν και πολύ ώρα, κάτι τελευταία ψαράδικα είχαν ξεμακρύνει νυσταγμένα κι έχοντας πια σβήσει κι ο παραμικρός παφλασμός κουπιών, τα πάντα είχαν βουτηχτεί πίσω σε κείνη τη γαλακτερή, πρωινή αχλή, τη γεμάτη απ' το μυστήριο και τις υποσχέσεις μιας καινούργιας ημέρας. Σ' ολάκερη τη Μίλητο επικρατούσε το γουργούρισμα των ανθρώπων, οι οποίοι ροχαλίζουν ακόμα σα γουρούνια ή έστω χουζουρεύουν όπως οι ναζιάρες γαλές. Ή, τέλος πάντων, σχεδόν σ' ολάκερη τη Μίλητο, παρεκτός φυσικά της οικίας που μας ενδιαφέρει.

Κι έτσι, όσην ώρα εμείς χαζεύαμε στεκάμενοι στο πρόθυρο, πράματα και θάματα συνέβαιναν στην κρεβατοκάμαρα του ζεύγους ∙ όχι φυσικά από εκείνα που φαντάζεστε, καθώς ετούτα είχαν προηγηθεί της διήγησής μας εννέα μήνες και κάτι ψιλά. Γυναίκες μπαινόβγαιναν στην κάμαρα, άλλες με φούρια και ζεστά πανιά κι άλλες αγουροξυπνημένες, σουσουρίζοντας χαμογελαστές, με τα πειράγματα μετέωρα στις άκρες των χειλιών τους. Όσο να μπουν, να καλομπούν να καλοκουβεντιάσουν, μια πνιχτή διαμαρτυρία έσκασε ανάμεσα στους ψιθύρους. Πνιχτή στην αρχή, μα κατόπιν, σα ξεθάρρεψε, γίνηκε τσιρίδα τέτοια, που όμοιά της δεν είχε ματακουστεί στη γειτονιά. Τρόμαξαν και τα κοκόρια, ένα πράγμα. Τα μάτια της Κλεοβουλίνης, ωστόσο - μεγάλα, αμυγδαλωτά μάτια, στο χρώμα του κάστανου της Καρίας - αν και κατάκοπα από τις ωδύνες και την προσπάθεια, έλαμπαν ήδη σαν δυο μικροί ήλιοι, μέσα στην ευλογημένη εστία χαράς, που ήταν πια το σπιτικό της.

Αλλά υπάρχει χαρά, που 'ναι για όλους; δεν υπάρχει. Ο μικρός Θαλής, διόλου δε γούσταρε να τον ξεσηκώνουν πρωινιάτικα απ' το ζεστό, ληθαργικό του άντρο. Συνέχιζε να γκαρίζει και σταματημό δεν είχε, το σκασμένο. Ήταν όμως και κάτι άλλο, κάτι δέκα φορές χειρότερο, που μάλλον ξεπερνούσε το απλό ξεβόλεμα. Ήταν όλα ετούτα τα καινούργια πράγματα που συνέβαιναν γύρω του κι απ' τα οποία δεν καταλάβαινε γρι, αυτή η θολούρα κι αυτή η φασαρία, τα χαχανητά κι ένα σωρό άγνωστα κι ανησυχητικά ερεθίσματα. Τι κόσμος ήταν αυτός, λοιπόν, που μ' έφερες Εξαμύη να ζήσω; Αυτό το εκνευριστικό, αναπάντητο "γιατί" του κόσμου καρφώθηκε, από εκείνη τη στιγμή, στο δόξα πατρί του μικρού τενόρου και βάλθηκε να βρει μιαν απάντηση σωστή, μέχρις ότου - πολλά χρόνια μετά - άφησε πια την τελευταία του πνοή, ξεχωριστός ανάμεσα στους ανθρώπους κι έχοντας πάρει λίγο από το αίμα του πίσω.

[ ... ]

Περνούσαν, λοιπόν, οι μήνες στην αρχή και τα χρόνια αργότερα, για το μικρό Θαλή. Έπαψαν να του τρέχουνε τα σάλια, μέχρι που κάποτε κατάλαβε πως η γλώσσα είχε κι άλλη χρησιμότητα, πέραν δηλαδή του να γλύφει τη φρουτόκρεμα. Άμα πήρε πρέφα και το πώς συντάσσεται μι' αξιοπρεπής πρόταση, γλώσσα δεν έβαζε μέσα του.

- Μαμά, τι 'ναι θεός; Μπαμπά, ποιος φέρνει τα παιδιά; πόσο μακρυά βρίσκεται ο ουρανός; από πού έρχονται οι Πέρσες; τι έχει μέσα ο ήλιος; τι πα να πει κομμουνιστής; τι 'ναι ένα αυγό μελάτο; γιατί κλειδώνεται ο παππούς με τη δούλα, κάθε μέρα;

Ο Εξαμύης είχε σκάσει από τα νεύρα του, σταματημό δεν είχε, το ζερζεβουλοπαίδι. Αναθεμάτιζε την ώρα και τη στιγμή, που τού 'στείλε ο θεός αγόρι. Μα κατά βάθος, ήταν περήφανος μέχρι τα μπούνια και στον καφενέ - δεν είχανε τέλος πάντων καφενέδες τότε, αλλά λέμε, αν είχανε - εξιστορούσε καθημερινά όλες τις καινούργιες σκανταλιές του κανακάρη του και γελούσανε ως και τα μουστάκια του - δεν άφηναν, βέβαια, μουστάκια εκείνη την εποχή, αλλά λέμε, αν άφηναν. Η Κλεοβουλίνη, από την άλλη, είχε να το λέει και να το καμαρώνει: και τι όμορφο παιδί, και τι έξυπνο, και τι, και τι... δεύτερο δεν έβρισκες όχι στη Μίλητο, στην Ιωνία όλη. Τώρα εννιά στις δέκα μάνες, άμα τις ρωτήσεις, απαγγέλουν αυτή την ίδια παραμύθα, από τότε που γίνηκε η πρώτη μάνα. Κι άμα τύχει να συναντήσεις το λεγάμενο, είναι ένας μπούλης πρώτης, από εκείνους που για να σκύψουν να δέσουν τα σανδάλια τους έχουν φτάσει πια τριάντα χρονών μοσχάρια. Η Κλεοβουλίνη ωστόσο, χωρίς να το συνειδητοποιεί στ' αλήθεια, αντιπροσώπευε επάξια τη δέκατη μάνα των στατιστικών ∙ ο μικρός Θαλής ήταν πραγματικά ένα πιτσιρίκος ξεχωριστός.

Όταν έφτασε πια στην ηλικία, όπου κατάλαβε ότι μπορεί να την κοπανάει από το σπίτι, δίχως να πέφτουν κεραυνοί να τον κάψουν - εξόν, δηλαδή, καμιάς εξαμύιας καρπαζιάς - ο Θαλίσκος εξαφανιζόταν ώρες ατελείωτες.

- Μαμά να πάω στο λιμάνι;
- Να 'σαι πίσω πριν σκοτεινιάσει.
- Καλά ρε μαμά, παιδιά είμαστε;

Πήγαινε στ' αλήθεια στο λιμάνι, μ' αν τον αναζητούσες μετά από καμιά ώρα, πουθενά ο Θαλής. Κι έβγαινε η κακομοίρα κυρά-Κλεό στη ξώπορτα και γκάριζε - την άκουγε η μισή Μίλητος και κάτι περίχωρα:

- Θαληηή! Που 'σαι βρε αθεόφοβε κι έχει πιάσει να νυχτώνει;

Μισή μερίδα με δυο καλαμάκια για πόδια κι είχε μάθει πια τη πόλη καλύτερα κι από τους ταξιτζήδες. Αλλά κι η Μίλητος τον είχε μάθει και τον αγαπούσε. Γιατί πέρα από την τρέλα που κουβαλούσε, ήταν πάντα χαμογελαστός κι ευγενικός με όλους, ήταν αυτό που λέμε "το καλό παιδί". "Βρε ξύπνα" του λεγε ο πατέρας του "ο κόσμος είναι κακός". "Ξύπνιος είμαι, εσείς κοιμάστε" ανταπέδιδε ο μικρός, τρέχοντας προς την εξώπορτα, της πατρικής παντόφλας άρτι περιδινομένης αποφευξάμενος. Του στοίχησε, κάπως, αυτή η καλοσυνάτη ευθύτητα, όταν αργότερα, στα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, τα περισσότερα κορίτσια τον έβλεπαν σα... φίλο. Μα ο Θαλής δε μάσαγε. Έκανε πάντα αυτό που του 'λεγε η καρδιά του και δεν λογάριαζε κανένα τίμημα και κανέναν τιμητή. Πώς να μην το αγαπήσεις, ετούτο το παιδί; Όταν σε κοιτούσε μ' εκείνα τα βαθιά, σκούρα του μάτια, διεισδυτικά και αεικίνητα, ο μικρός αλητάκος σε μάγευε αμέσως ∙ σα να 'χες μεγάλον άνθρωπο απέναντί σου.

[ ... ]

Το πιο συχνά, όπως είπαμε, θα τον έβρισκες στο λιμάνι. Χάζευε την πολύβουη ανθρωποθάλασσα που συγκεντρωνόταν, κάθε που πιάναν σκάλα τα εμπορικά, παρατηρούσε τις πολύχρωμες πραμάτειες που κατέφταναν από κάθε γωνιά της γνωστής τότε γης, τα εξουθενωμένα πληρώματα, τους πολυπράγμονες εμπόρους, τα ρούχα των ανθρώπων, τα σκέρτσα, τα πρόσωπα, τις ομιλίες. Με αναψοκοκκινισμένα μάγουλα και μάτια γουρλωμένα, άκουγε ιστορίες από την άλλη άκρη της θάλασσας ή από τα βάθη της Μικράς Ασίας, για αχανείς αυτοκρατορίες και βασιλείς που κολυμπούσαν στα πλούτη, εκστρατείες και μάχες γεμάτες δόξα και θάνατο, θαλάσσια τέρατα, φριχτά γεννήματα του Ποσειδώνα, ψηλά όσο τα ψηλότερα κύματα και σκοτεινά σαν τα βαθύτερα σκοτάδια της νύχτας, για λαμπρούς Φαραώ και τάφους πελώριους, με κορυφές που άγγιζαν από τη μία τα σύννεφα, μ' από την άλλη βυθίζονταν στέρεα θεμελιωμένοι σ' ερήμους πλατιές τόσο, που το μάτι δεν έφτανε να τις αγκαλιάσει. Άκουγε ο Θαλής όλα αυτά τα θαυμαστά και του τρέχανε τα σάλια, όπως τρέχουνε σήμερα στους πιτσιρικάδες που βγαίνουν απ' τα σινεμά ή ξημεροβραδιάζονται στα κομπιούτερς.

Άλλοτε, πάλι, βοηθούσε τους ψαράδες στο λέντισμα και στο νετάρισμα, κι εκείνοι τον είχανε για γούρι, καθότι δεν υπάρχει πιο προληπτική φάρα από τους ανθρώπους της θάλασσας. Η αλήθεια βέβαια ήταν λίγο πιο μέση ∙ βλέπεις το ξεμπέρδεμα των διχτυών είναι αγγαρεία υπόθεση κι όσο να 'ναι, το μερίδιο που αναλάμβανε ο Θαλίσκος ήταν πολύ μεγαλύτερο συμφέρον για τους ψαράδες, απ' όσο καταλάβαινε ο πιτσιρικάς, που το 'παιρνε για παιχνίδι. Μα δεν του φτάνανε οι ψαράδες του μικρού διαόλου: στο σιδεράδικο πρώτη φάτσα πρόσεχε το καμίνι, στον αγγειοπλάστη νάτος πάλι, γυρνούσε τον τροχό, στο καρνάγιο κουβαλούσε τρέχοντας τα εργαλεία και στο βαφείο - εκεί αποτρελαινόταν - βουτούσε τα χέρια του όπου να 'ναι και τον κυνηγούσαν, πρώτα ο βαφέας κι ύστερα η Κλεοβουλίνη, κάθε που γύριζε στο σπίτι αγνώριστος και γέμιζε τους τοίχους μπογιές.

Παραδίπλα στο λιμάνι, βρισκόταν το Δελφίνιο, ένα μικρό ιερό αφιερωμένο στο Δελφίνιο Απόλλωνα κι ένας υπαίθριος βωμός, όπου τριγύρω μαζεύονταν οι άντρες να τα πουν σαν άντρες, εκτός κι αν έπαιζε κανάς απόπλους, οπότε θυσίαζαν στο θεό για το καλό κατευόδιο κι έπειτα μασαμπούκιαζαν τα θεϊκά κοψίδια ∙ ότι ο θεός βλέπεις ήταν σε δίαιτα πεντέξι αιώνες και δεν τιμούσε τα κρεατικά, ιδιαίτερα. Ούτε το Δελφίνιο ήτανε ξένο, στο μικρό πλάνητα. Στριμωχνόταν ανάμεσα στους ενήλικες, που κουβέντιαζαν - το πιο συχνά τσακώνονταν - για τα της πόλης τους, για τα της οικίας τους ή για το πόσο είχε ακριβύνει η ζωή και άλλα παρόμοια. Εδώ άκουσε πρώτη φορά λέξεις όπως "λαός", "ολιγαρχία" και "τύρρανος", έμαθε για κάποιαν Αθήνα μητρόπολη, για Λύδους, Μήδους και Σαμιώτες και για μια μακρινή αποικία, που τήνε λέγαν Ναύκρατη. Εδώ κατάλαβε, πρώτη φορά, πως δεν ήταν όλοι οι άνθρωποι γεννημένοι ίσοι. Για τους δούλους γνώριζε απ' το σπίτι του, αλλά για τη φτώχεια, τον πλούτο, το συμφέρον, την εξουσία, τον πόλεμο, άρχιζαν σιγά-σιγά να ξεδιαλύνονται οι έννοιες, μες στο μυαλό του. Έπηζε ο κόσμος γύρω του, αποκτούσε συνοχή, σχέσεις και νόημα. Και φυσικά, το τελευταίο ετούτο, δεν έμοιαζε παρά ελάχιστα μ' εκείνο που γνώριζε από τ' αρχοντικό του σπίτι. Τα ένιωθε περισσότερο, στην ηλικία του, παρά τα καταλάβαινε όλα ετούτα. Τα νοήματα ήσαν όσα και οι άνθρωποι κι άκρη δεν έβγαζε ακόμα.

Άμα βαριόταν, όμως τους ανθρώπους, χανόταν στην ύπαιθρο, στα αλσίλια της πόλης και στις παραλίες. Έβρισκε μια σκιά τα καλοκαίρια ή κάποιο απάγκιο τους χειμώνες και χάζευε τους ουρανούς και τους ορίζοντες. Συλλογιζόταν ένα σωρό πράματα, που ούτε κι ο ίδιος συχνά τα καταλάβαινε - κάποτε κάποτε γελούσε και με τον εαυτό του γι' αυτό. Όταν έφτιαχνε - όπως όλα τα παιδιά - σχήματα και πλάσματα με τα σύννεφα, δεν του 'φτανε να λέει πως τα σύννεφα είναι του Διός. "Καλά ποιανού είναι, το ξέρω" έλεγε του πατέρα του "αλλά τι πράγμα είναι ένα σύννεφο;". "Σαν το μαλλί που κουρεύουνε τα πρόβατα" του 'λεγε ο άμοιρος Εξαμύης "μόνο που 'ναι βρεγμένο και στάζει, να όπως τα μουλιασμένα ρούχα". "Μα τι βλακείες είν' αυτές;" σκεφτόταν ο Θαλής "Τι δουλειά έχουν οι προβατίσιες τρίχες να πετάνε; άμα τις βάναμε όλες κάτου, να ξαναφτιάξουμε πρόβατα, τόσα κεφάλια δεν μαζεύονται ούτε σ' όλη τη μεσόγειο". Ίδια δουλειά με τα πάντα. Άμα χάζευε μυρμήγκια με τους φίλους του και τα βάζανε να περνούν ένα σωρό δοκιμασίες - λαβύρινθους από ξυλάκια, φορτία από σπόρια, αναμετρήσεις με άλλα ζωύφια - του Θαλή δεν του 'ταν αρκετή η πλάκα. Σκάλιζε τα καημένα τα μυρμήγκια και τις μυρμηγκοφωλιές, γύρευε να δει, να μάθει, να καταλάβει: πόσο μεγάλες είναι, πόσο βαθιά φτάνουν, πόσα μυρμήγκια χωράνε, γιατί ο μέρμηγκας είναι τόσο δυνατός, γιατί διαλέγει το ένα μονοπάτι και το άλλο όχι;

[ ... ]

Κι έτσι πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής του ηλικίας, ρουφώντας σα σφουγγάρι όλες τις γνώσεις και τις συνήθεις των ανθρώπων, που αθρόα γέμιζαν τους δρόμους και την αγορά της όμορφης αυτή πόλης. Σα μεγάλωσε και μπήκε πια στην εφηβεία, ο πατέρας του αποφάσισε πως ήταν καιρός να μεριμνήσει για την παιδεία του μικρού. Τα λεφτά δεν λείπανε από το σπίτι τους, οικογένεια καλοβαλμένη και σεβαστή, έτσι ο κατάλληλος παιδαγωγός δεν άργησε να βρεθεί. Το "κατάλληλος" φυσικά ήταν μια κουβέντα, γιατί παιδαγωγός κατάλληλος ν' αναμετρηθεί με το ατίθασο κι ερευνητικό πνεύμα του Θαλή μπορεί και να μην υπήρχε γεννημένος ακόμα. Ο κακομοίρης δασκαλάκος τα 'βρισκε μπαστούνια.

- Έτσι που λες Θαλή. Είναι χάρη στην καλή μας Δήμητρα και την κυρα-Περσεφόνη, που βλασταίνουν τα χωράφια μας κι έχει το αθεόφοβο στομάχι σου να φάει, να σκάσει, μπας και ησυχάσουμε από σένα.
- Εγώ εντάξει, να σκάσω δάσκαλε, αλλά τούτο πες μου: πώς χωράει ολόκληρο κυπαρίσσι μέσα σ' ένα τόσο δα σποράκι; Αυτά ξέρεις να μου τα πεις ή χάνουμε τον καιρό μας τώρα;

"Αυτά είναι στο επόμενο κεφάλαιο" ή " άγνωσται αι βουλαί του Διός" απαντούσε απηυδησμένος ο παιδαγωγός, με την πίεση στο κόκκινο και σηκώνοντας τα χέρια δυτικά, κατά Όλυμπο μεριά ∙ γιατί τότε δεν κάνανε ακόμα το σταυρό τους σ' αυτές τις περιπτώσεις και γι' αυτό δεν πρόκοψαν, σαν και μας που έχουμε τηλεόραση κι αεροπλάνα και βόμβα ατομική, χάρη στον καλό θεούλη.

[ ... ]

Μερικά από τα πράγματα που προβλημάτιζαν το Θαλή ήταν κι ο διττός τρόπος, που συμπεριφέρονταν οι άνθρωποι γύρω του. Για παράδειγμα οι ναυτικοί, προτού ξεκινήσουν για τ' οποιοδήποτε μακρινό ταξίδι, παρ' ότι δεν παρέλειπαν ποτέ να θυσιάσουν, όπως είπαμε, στο δελφίνιο Απόλλωνα εκεί δίπλα, ποτέ φυσικά δεν έβαζαν τον Απόλλωνα στο πηδάλιο, στον ιστό, στους υπολογισμούς των άστρων. Παρά μετρώντας και ζυγίζοντας τα σημάδια και τις γνώσεις των χρόνων, κατάφερναν να φτάνουν στους προορισμούς τους με τη βοήθεια του νου περισσότερο, παρά του θεού.

[ ... ]