Sunday, June 11, 2017

[ Από τις 1000 και 1 Νύστες ]

Την εποχή των ισχυρών Χαλίφηδων και των αχανών αυτοκρατοριών, έζησε στη μακρινή Ανατολή ένας μάγος, για τον οποίο λέγεται πως ήταν ο μόνος που κατάφερε να υποτάξει τα ξόρκια και των έντεκα διαστάσεων. Ο μάγος αυτός σήκωσε κάποτε στους ώμους του την έρημο Καλ και τη μετέφερε στο εξοχικό του στη Βασόρα, όπου δεν είχε και τόσο καλή παραλία. Όσους άφησαν υπόνοιες για την ευφυία του - λέγοντας πως θα 'ταν ευκολότερο αν είχε μεταφέρει το εξοχικό του, παρά την έρημο - τους μεταμόρφωσε σε πρωτο-βακτηρίδια και περίμενε δύο ολόκληρα δισεκατομμύρια χρόνια, έως ότου εξελιχθούν στους σύγχρονους χοίρους της Ολοκαίνου, για ν' αρχίσει να τους κλωτσάει - μάλιστα περίμενε πολλάκις τα δύο δισεκατομμύρια χρόνια, βιώνοντας ξανά και ξανά όλες τις αναρίθμητες διακλαδώσεις της εξέλιξης, που δεν οδηγούσαν σε χοίρους. Πάλι μερικοί αναρωτήθηκαν γιατί δεν τους μεταμόρφωσε ευθύς εξαρχής σε γουρούνια, αλλά δεν τόλμησαν να εκφράσουν ποτέ τις ενστάσεις τους.

Στ' απόκρυφα δίστιχα του ποιητή Φερέμ-Εν-Αφ-Ραπέν, μαθαίνουμε για το μέγιστο επίτευγμα του μάγου εκείνου, το οποίο σφράγισε επίσης και τη μοίρα του, όσο και τη δική μας. Λέγεται, λοιπόν, ότι οι τέσσερις αυτοκρατορίες των Οριζόντων, αποφάσισαν να εκστρατεύσουν εναντίον του από οργή και ζήλεια για τη δύναμη και την εξουσία, που είχε συγκεντρώσει γύρω και μέσα του. Ο μάγος - του οποίου το αληθινό όνομα δεν μπορεί να προφερθεί στις τρεις διαστάσεις της κατώτερης ύπαρξης - ανέβηκε στην κορυφή του πύργου όπου κατοικούσε και κοίταξε ένα γύρω, όλη την περίμετρο, μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι. Κι είδε πως όλες οι κατευθύνσεις είχαν σκοτεινιάσει από πανοπλίες, ξίφη και λύσσα.

Κατέβηκε τότε στον κοιτώνα του, άναψε τα πέντε κεριά, μπροστά στον καθρέφτη της Εντέκατης Συμμετρίας, έγειρε σ' ένα ανάκλιντρο με απόλυτη ηρεμία κι αποκοιμήθηκε. Στο όνειρό του είδε μια έρημο και στη μέση της ερήμου ένα σκορπιό και στη μέση του σκορπιού εκατό εκατομμύρια ασημένιες φολίδες, όσοι και οι άντρες που τον πολιορκούσαν. Κι είδε σε κάθε άνδρα ένα σπαθί και πάνω στο σπαθί τα 99 ονόματα του Θεού αντεστραμμένα, 49 από τη μία όψη, 49 από την άλλη και το 99ο πάνω στην κόψη.

Ο μάγος, μέσα στον ύπνο του, διάβηκε όλη την έρημο μέχρι το κέντρο της, σήκωσε το ποδάρι και πάτησε το σκορπιό μέ όλη του την άνεση και τη δύναμη. Σε μια στιγμή, απ' άκρη σ' άκρη, τ' αναρίθμητα στίφη των πολεμιστών που 'χαν κατακλείσει την πεδιάδα γύρω απ' τον πύργο, έγειραν στο πλάι και ξεψύχησαν, ένας πάνω στον άλλο, άντρες πάνω σε άντρες, στρατηγοί πάνω σε στρατηγούς, βεζίρηδες πάνω σε βεζίρηδες, χαλίφηδες πάνω σε χαλίφηδες. Την ίδια στιγμή, έγειρε κι ο μάγος, αφήνοντας κι ο ίδιος την τελευταία του πνοή. Γιατί ο σκορπιός ήταν ο μάγος.

Μα στ' όνειρό του, συνέχιζε να ζει όπως και πριν, γιατί από τις έντεκα διαστάσεις είχε απωλέσει μόνο τις τρεις. Περπάτησε ξανά τη μισή έρημο προς τα πίσω και στο τέλος της άμμου, στην όχθη ενός ωκεανού, βρέθηκε να κοιτάζει την πίσω όψη του καθρέφτη της Εντέκατης Συμμετρίας. Ο μάγος πήρε ένα βότσαλο από κάτω και κρατώντας το σφιχτά στην παλάμη του, απήγγειλε στην γλώσσα των Αγγέλων όλους τους ανθρώπους και τα πράγματα που αγάπησε. Έπειτα γύρισε το βότσαλο απ' την άλλη κι απαρίθμησε στη γλώσσα των Δαιμόνων όλους τους ανθρώπους και τα πράγματα που μίσησε. Πέρασαν έτσι εκατό μέρες κι εκατό νύχτες. Την εκατοστή πρώτη, ο μάγος σηκώθηκε, σήκωσε το χέρι και πέταξε το βότσαλο στον καθρέφτη. Εκείνο, βούλιαξε στην στιλπνή μάζα όπως θα βούλιαζε στην αγκαλιά μιας πηχτής λίμνης, μα την ίδια στιγμή αναδύθηκε ξανά και προσγειώθηκε στο χέρι του μάγου.

Κι έτσι απλά γίνηκε ό,τι έμελλε να γίνει κι εξακολουθεί να συμβαίνει, όπως το επιθυμεί ο Θεός - ευλογημένο τ' όνομά Του - κι οι δύο κόσμοι αντιστράφηκαν για πάντα. Ο κόσμος των γεγονότων κι ο κόσμος του ονείρου. Κι απόμεινε ο μάγος μοναδικός και μοναχικός κάτοικος του πραγματικού και των άπειρων αντηχήσεών του. Κι από την άλλη, όλα τα βασίλεια με τους πολύχρωμους ανθρώπους, κι όλα τα βουνά και τα δάση, κι οι ωκεανοί με τα σκοτεινά τους πλάσματα, κι οι ουρανοί με τα πουλιά και τους καιρούς του κόσμου, κι όλες οι χαρές, κι οι δυστυχίες, κι οι θάνατοι, τα πλούτη και οι τέχνες, κι ετούτες οι γραμμές, κι εσύ ο ίδιος ταπεινέ και τρισάθλιε αναγνώστη, αλλά κι εγώ που εξιστορώ, απομείναμε τίποτε περισσότερο παρά σκιές ονείρων ενός μάγου. Σαν εκείνος κοιμάται, μόνο και μόνο τότε, υπάρχουμε εμείς. Μόνο σα σκιές υπήρξαμε ποτέ και μόνο σα σκιές θα υπάρχουμε.

No comments:

Post a Comment