Tuesday, June 13, 2017

Ιστορίες απ' το χωριό του Esteban ...

Αν ρωτήσεις στα ξεθωριασμένα καφενεδάκια του χωριού μας, πολύ πιθανό να συναντήσεις ακόμη και σήμερα κάποια γέρικα χείλη, να θυμούνται τις πυρκαγιές του '37. Ο θρύλος λέει ότι ο Emiliano Rojo δάμασε το άλογό του, καταμεσίς εκείνης της φοβερής λαίλαπας όταν, εγκλωβισμένοι κι οι δυο σ' ένα πυκνό ρουμάνι, κατάλαβαν ότι δεν είχαν άλλη ελπίδα, παρά ο ένας τον άλλον. Κανείς δεν ξέρει πώς κατάφεραν να ξεγελάσουν τις φλόγες εκείνες, που - όσοι τις θυμούνται - στο πέρασμά τους κατάπιναν λόγγους ολάκερους, σα να 'ταν μιας χαψιάς υπόθεση και σκέπαζαν βουνά, τόσο απλά όπως τραβά κανείς το σεντόνι, μια δροσερή βραδιά του Μαΐου. Κάποιοι λένε ότι ο νεαρός Emiliano, μεγαλωμένος από παιδί στα ριζώματα των δέντρων και στις παρασκιές των βράχων, γνώριζε απ' την καλή κι απ' την ανάποδη όλα τα κρυφά μονοπάτια και τα σημάδια, ανάμεσα στις φυλλωσιές. Άλλοι πάλι λένε ότι μια φορά στα χίλια χρόνια, γεννιέται ένα παιδί κι ένα φαρί απ' τη στόφα εκείνη της φωτιάς κι η φωτιά το καταλαβαίνει. Τέλος πάντων, πολλά λέγονται στα χωριά κι ιδιαίτερη βάση δε χρειάζεται να δίνει κανείς.

Από τότε Emiliano και άλογο έμειναν αχώριστοι κι όποτε μιλούσε ο πρώτος για το δεύτερο, έλεγε "ο Emiliano εκείνο" ή "ο Emiliano το άλλο", σα να μιλούσε για τον εαυτό του, σα να μην ήταν το άλογο παρά αυτός ο ίδιος, ένα κομμάτι καρδιάς απ' την καρδιά του ή έστω μια αντανάκλαση σκέψης απ' τη σκέψη του. Η φλόγα αυτή κράτησε 25 ολόκληρα χρόνια, μέχρι που τα γόνατα του Emiliano (του αλόγου) άρχισαν άλλο να μη βαστάνε κι η καρδιά του Emiliano (του ανθρώπου) ράγιζε όλο και περισσότερο στη σκέψη του επικείμενου αποχωρισμού.

Κάποτε, λένε, άμα η θλίψη περάσει ένα όριο, ο άνθρωπος δε σκέφτεται πια σαν άνθρωπος, μα σαν τη βαθύτερη φύση του, που γι' άλλους είναι αγέρας, γι' άλλους φλοίσβος κυμάτων και για τον καθένα κατά το ποιόν και την κατασκευή του. Ξάφνου, λοιπόν, ο Emiliano έπαψε να σκέφτεται σαν Emiliano. Έγινε πάλι η ξεχασμένη εκείνη φωτιά. Και το άλογο κατάλαβε, όπως πολύ καλά καταλαβαίνουν τα ζώα που είναι κοντά στους ανθρώπους, καλύτερα μάλιστα απ' τους ίδιους τους ανθρώπους. Ρουθούνισε κι ανάπνευσε ο ένας Emiliano τη φωτιά του άλλου κι αφυπνισμένος σαν από βαθύ λήθαργο, σαν δυνάμεις λησμονημένες να βρήκαν και πάλι το δρόμο τους προς τις αρθρώσεις και τα αποκαμωμένα μεριά, όρθωσε το ανάστημά του με τέτοια ορμή και σιγουράδα, ώστε ανάγκασε τον αέρα γύρω του να παραμερίσει μέσα σε μικρές δίνες. Σχεδόν βράδιαζε, όταν κάποια περαστικά μάτια του χωριού, τους είδαν να χάνονται, άλογο και καβαλάρης, προς τη μεριά του San Bartolome De Pinares.

Ο θρύλος συνεχίζει, πως εκείνη την ίδια βραδυά, ένας άγνωστος καβαλάρης εμφανίστηκε από το πουθενά στον πλατύ δρόμο της πόλης, όπου είχαν ήδη από ώρα ξεκινήσει οι εορτασμοί του San Antonio Abad. Καλπάζοντας οι δύο Emiliano, γεμάτοι πάθος και γεμάτοι ανανεωμένη ζωή, προς τη μεγάλη κεντρική φωτιά, άρχισαν να φέρνουν ένα γύρω και να παίζουν με τις φλόγες, σαν να μην ήταν ξέχωρα φλόγες, άνθρωπος και φαρί. Παρά χόρευαν όλοι μαζί, σαν ένας λόγος ειπωμένος απ' τα βάθη της ράτσας των ανθρώπων και των ζώων, κι ήταν ο καθένας ξεχωριστά μια λέξη του. Ο κόσμος χάζευε μαγεμένος ετούτο το μικρό θάμα, μ' ακόμα πιο σαστισμένοι στάθηκαν όταν μ' ένα τελευταίο σάλτο, Emiliano άνθρωπος κι Emiliano άλογο χάθηκαν για πάντα μέσα στις φλόγες, αγκαλιασμένοι και δίχως ποτέ κανείς να ξαναβρεί το παραμικρό τους ίχνος.

Θα συναντήσεις ακόμα και σήμερα στο χωριό μας παππούδες ρυτιδιασμένους - περισσότερο ίσως κι απ' αυτούς τους ξεφτισμένους σοβάδες των παλιών καφενείων - να ισχυρίζονται ότι η μεγάλη εκείνη φωτιά στο San Bartolome De Pinares, δεν έπαψε ούτε στιγμή να σιγοκαίει, όλους ετούτους τους χρόνους, μέχρι τις μέρες μας. Κι αυτό, δίχως ποτέ κανείς να καταφέρει να τη σβήσει και δίχως ποτέ κανείς να καταφέρει να εξηγήσει ετούτο το ανεξήγητο, που δεν το χωρά ο νους του ανθρώπου. Όταν πια κάποτε εκείνη η πρωταρχική φωτιά θάφτηκε, μετά από εφτά ή περισσότερα χρόνια, κάτω από τις ίδιες της τις στάχτες, κατάφεραν να χτίσουν πάνω της ένα μικρό ξωκλήσι, στο όνομα του Αγίου. Κι όμως, ούτε εικόνισμα, ούτε στολίδι, μπόρεσε ποτέ να σταθεί πάνω στους τοίχους του, όταν - λίγο καιρό μετά - το έβρισκαν πάντα λιωμένο και παραμορφωμένο, σαν από κάποια φλόγα αόρατη. Λένε, ακόμη, πως κάθε χρόνο, στη γιορτή του San Antonio Abad, αν κοιτάξεις ανάμεσα από τις θεόρατες φωτιές και τις άλικες φλόγες, κατακεί, προς τη μεριά του ξωκλησιού, αν είσαι τυχερός μπορεί να δεις τον Emiliano τον άνθρωπο και τον Emiliano το άλογο, να τρέχουν και να χορεύουν, όπως εκείνη την τελευταία βραδυά.

[2016]

- Μάλιστα, ωραία μαλακία ...

No comments:

Post a Comment