Sunday, June 11, 2017

Η ζωή και το έργο του σοφού δασκάλου Αρουγιάντ

Κάποτε οι μαθητές του σοφού δάσκαλου Αρουγιάντ Ραμπασατρόθ (11 αι.μΧ) θέλησαν να τον ρωτήσουν ποια είναι τα όρια της σοφίας. Έτρεξαν, λοιπόν, να τον αναζητήσουν στο χωριό, όπου τον είχαν αφήσει το προηγούμενο βράδυ. Μόλις είχε περάσει και ο τελευταίος μουσώνας και τον βρήκαν βουτηγμένο στη λάσπη, συντροφιά με κάτι χωρικούς, να προσπαθούν να περισώσουν ότι ήταν δυνατό από μια αποθήκη με τρόφιμα. Εκείνος, αφού τους άκουσε δίχως να σηκώσει στιγμή τα μάτια του από την εργασία που τον απασχολούσε, τους υποσχέθηκε να τους απαντήσει, αν πρώτα δέχονταν να τον βοηθήσουν σε τρεις χάρες, τις οποίες είχε μεγάλη ανάγκη. Εκείνοι συγκατάνευσαν με ανυπομονησία και περίμεναν την προσταγή του.

Τους παρακάλεσε, λοιπόν, να μεταφέρουν ένα μικρό σακί με στάρι, στο ορφανοτροφείο του χωριού. Εκείνοι ξεκίνησαν με προθυμία, κανείς τους όμως δε γνώριζε που βρισκόταν το ορφανοτροφείο. Επιπλέον και για κακή τους τύχη, σ' εκείνο το χωριό μιλούσαν μια ξεχασμένη διάλεκτο, έτσι που δεν καταλάβαιναν κουβέντα, όποιον κι αν ρωτούσαν στο δρόμο τους. Γύρισαν, κάποτε, στο δάσκαλό τους άπρακτοι και με τα σακί άθικτο.

Εκείνος δε μίλησε, αλλά τους ζήτησε, αμέσως, τη δεύτερη χάρη. Τους έδωσε ένα φθαρμένο πουγκί με λίγες πενταροδεκάρες. Έπρεπε λέει βρουν έναν χωρικό, τον Αμπαχί, και να του παραδώσουν, επειγόντως, τα λιγοστά χρήματα, τα οποία είχε άμεσα ανάγκη για την οικογένειά του. Τους εξήγησε πως ο Αμπαχί ήταν ο φτωχότερος κάτοικος του χωριού κι έτσι, μάλλον, θα τον εύρισκαν σχετικά εύκολα. Για δεύτερη φορά, όμως, οι μαθητές επέστρεψαν στο δάσκαλο, δίχως καμία τύχη. Του εξήγησαν πως όλοι οι χωρικοί ζούσαν σε εξίσου άθλιες συνθήκες, έτσι που δεν τους ήταν καθόλου εύκολο να ξεχωρίσουν τον Αμπαχί, ανάμεσά τους. Ούτε, φυσικά, και μπορούσαν να ρωτήσουν κανέναν, αφού δεν καταλάβαιναν λέξη.

Για τρίτη και τελευταία χάρη, ο δάσκαλος τους παρακάλεσε να επιστρέψουν στο χωριό και να του φέρουν ένα μικρό βότσαλο, για κάθε δυστυχία και κακοτυχία που θα συναντούσαν μπροστά τους. Σε λίγες ώρες, οι μαθητές επέστρεψαν με τις τσέπες και τα χέρια τους γεμάτα βότσαλα, όπου και τ' απόθεσαν στα πόδια του σοφού δασκάλου, κοιτάζοντάς τον με προσμονή για την απάντησή που τους είχε υποσχεθεί.

Προς μεγάλη τους έκπληξη, όμως, το πρόσωπο του σοφού Ραμπασατρόθ σκοτείνιασε και τα χαρακτηριστικά του συσπάστηκαν από οργή, όπως ποτέ ξανά δεν τον είχαν αντικρύσει. Άρχισε να εκτοξεύει με μανία τα βότσαλα, που μόλις είχαν έναποθέσει μπροστά του, ένα-ένα πάνω στα χοντροκομμένα κεφάλια τους. Τους κυνήγησε για αρκετή ώρα, κι όταν πια του σώθηκαν τα βότσαλα, συνέχισε να τους κυνηγά με απανωτές κλωτσιές, συνοδευόμενες από τις ανάλογες κατάρες. Οι μαθητές εκείνοι έφυγαν για πάντα τρομαγμένοι και κανείς ποτέ δεν ξανάκουσε για δαύτους.

Ο θρύλος, λέει, ότι πολύ αργότερα όταν ρωτήθηκε για το περιστατικό, ο σοφός δάσκαλος Αρουγιάντ αποκρίθηκε: αν κάποιος δεν έχει ιδέα πού ν' αναζητήσει τον ανθρώπινο πόνο ή πώς να τον αναγνωρίσει, με τι θράσος γυρεύει να κατανοήσει ο,τιδήποτε γύρω απ' τη σοφία; Αν μετράει την ανθρώπινη δυστυχία με βότσαλα παρά με την καρδιά και τις πράξεις του, τότε δεν έχει θέση δίπλα μου. Τελείωσε λέγοντας: όσο τα βάσανα των ανθρώπων δεν έχουν όρια, δεν υπάρχει περιθώριο ν' απαντηθεί κανένα άλλο ερώτημα.

[2014]

No comments:

Post a Comment